μυρκία

μυρκία
η
βοτ. γένος μυρτιδών που περιλαμβάνει 500 είδη θάμνων ή δενδρυλλίων τής Νότιας Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myrcia, άλλη μορφή τού λατ. myrtus < μύρτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυρκένιο — το χημ. ακόρεστος μονοτερπενικός υδρογονάνθρακας που απαντά σε διάφορα φυσικά αιθέρια έλαια, όπως λ.χ. τού φυτού λιππία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myrcene < myrcia (βλ. λ. μυρκία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”